μεσεγγύωμα

μεσεγγύωμα
μεσεγγύωμα, -ατος, τὸ (Α)
βλ. μεσεγγύημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεσεγγύημα — το (Α μεσεγγύημα και μεσεγγύωμα) [μεσεγγυώ] το διεκδικούμενο κινητό ή ακίνητο στοιχείο ή και το ποσό χρημάτων που παραδίδεται σε τρίτο άτομο μέχρι την επίλυση τής διαφοράς ανάμεσα σε αυτούς που τό διεκδικούν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”